- καταρτισμός
- καταρτισμόςrestorationmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταρτισμός — ο (AM καταρτισμός) [καταρτίζω] 1.η συγκρότηση ενός πράγματος η προπαρασκευή («καταρτισμός λόχου») 2. η απόκτηση γνώσεων, η αγωγή, η μόρφωση («πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας», ΚΔ) αρχ. 1. επανόρθωση 2. η επαναφορά εξαρθρωμένου… … Dictionary of Greek
καταρτισμοῖς — καταρτισμός restoration masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρτισμοί — καταρτισμός restoration masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρτισμοῦ — καταρτισμός restoration masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρτισμούς — καταρτισμός restoration masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρτισμῶν — καταρτισμός restoration masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρτισμῷ — καταρτισμός restoration masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρτισμόν — καταρτισμός restoration masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακαταρτισμός — ο νέος καταρτισμός, αναδιοργάνωση, νέα διαρρύθμιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακαταρτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα «Ακρόπολις»] … Dictionary of Greek
βιβλιογραφία — Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά –στην αρχαιότητα ήταν άλλη η σημασία του– το 1632 από τον βιβλιόφιλο Λουί Ζακόμπ ντε Σεν Σαρλ (1608 1670) και μπορεί να ειπωθεί ότι και σήμερα ακόμα δεν έχει μια γενικώς παραδεκτή σημασία. Συχνά… … Dictionary of Greek